Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός smooth
συγκριτικός smoother
υπερθετικός smoothest

smooth (en)

  1. λείος
  2. ομαλός στη λειτουργία του

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας smooth
γ΄ ενικό ενεστώτα smooths
αόριστος smoothed
παθητική μετοχή smoothed
ενεργητική μετοχή smoothing

smooth (en)

  • (συνήθως με back, down ή out) λειαίνω, στρώνω, κάνω κάτι λείο, στρωτό
    ⮡  He rubs the rough surface of the marble to smooth it down.
    Tρίβει την τραχιά επιφάνεια του μαρμάρου για να τη λειάνει.
    ⮡  Smooth your hair back.
    Στρώσε τα μαλλιά σου.
    ⮡  Smooth your dress out.
    Στρώσε το φόρεμά σου.

Παράγωγα

επεξεργασία