smooth
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | smooth |
συγκριτικός | smoother |
υπερθετικός | smoothest |
smooth (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | smooth |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smooths |
αόριστος | smoothed |
παθητική μετοχή | smoothed |
ενεργητική μετοχή | smoothing |
smooth (en)
- (συνήθως με back, down ή out) λειαίνω, στρώνω, κάνω κάτι λείο, στρωτό
- ⮡ He rubs the rough surface of the marble to smooth it down.
- Tρίβει την τραχιά επιφάνεια του μαρμάρου για να τη λειάνει.
- ⮡ Smooth your hair back.
- Στρώσε τα μαλλιά σου.
- ⮡ Smooth your dress out.
- Στρώσε το φόρεμά σου.
- ⮡ He rubs the rough surface of the marble to smooth it down.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- smooth (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- smooth (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: στρώνω