ενεστώτας smooth out
γ΄ ενικό ενεστώτα smooths out
αόριστος smoothed out
παθητική μετοχή smoothed out
ενεργητική μετοχή smoothing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
smooth out < → δείτε τις λέξεις smooth και out

smooth out (en)

  • εξομαλύνω, κάνω προβλήματα ή δυσκολίες να εξαφανιστούν
    ⮡  We smoothed out all points of disagreement.
    Εξομαλύναμε όλα τα σημεία διαφωνίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη resolve