ὁμιλητής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὁμιλητής | οἱ | ὁμιληταί |
γενική | τοῦ | ὁμιλητοῦ | τῶν | ὁμιλητῶν |
δοτική | τῷ | ὁμιλητῇ | τοῖς | ὁμιληταῖς |
αιτιατική | τὸν | ὁμιλητήν | τοὺς | ὁμιλητᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ὁμιλητᾰ́ | ὁμιληταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμιλητᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁμιληταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὁμιλητής αρσενικό
- (εκπαίδευση) μαθητής, σπουδαστής
- (ελληνιστική σημασία) που έχει εμπειρία κάποιου πράγματος, που γνωρίζει κάτι
Πηγές
επεξεργασία- ὁμιλητής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὁμιλητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.