παραθετικά
θετικός young
συγκριτικός younger
υπερθετικός youngest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
young < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική yong < αγγλοσαξονική geong < πρωτογερμανική *jungaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂yuh₁en-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /jʌŋ/

  Επίθετο

επεξεργασία

young (en)

  • νέος, νεαρός, μικρός σε ηλικία
    ⮡  a group of young people - ομάδα νέων
    ⮡  You are too young to drive a car!
    Είσαι πολύ μικρός για να οδηγήσεις αυτοκίνητο!
     συνώνυμα:  little και small

Συνώνυμα

επεξεργασία

δείτε επίσης

Αντώνυμα

επεξεργασία

επίσης:

Συγγενικά

επεξεργασία