Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός juvenile
συγκριτικός more juvenile
υπερθετικός most juvenile

juvenile (en)

  1. (επίσημο, νομικός όρος) νεανικός, σχετικός με νέους που δεν είναι ακόμη ενήλικες
    ⮡  Juvenile delinquency is an acute social problem.
    Η εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.
  2. (κακόσημο) ανώριμος, παιδιάστικος
    ⮡  Quit the juvenile behavior.
    Άσε τα παιδιάστικα καμώματα.