too
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαtoo (en)
- πάρα πολύ, υπερβολικά, πολύ, χρησιμοποιείται για να δείχνει ότι κάτι είναι κάτι περισσότερο από καλό, απαραίτητο, δυνατό κτλ.
- ⮡ He thinks too highly of himself.
- Έχει πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
- ⮡ he drinks too much - πίνει υπερβολικά
- ⮡ When it is too hot, I drink a cold milk.
- Όταν έχει υπερβολική ζέστη, πίνω μια κρύα σοκολάτα.
- ⮡ This sweater is too large for me.
- Αυτό το πουλόβερ είναι πολύ φαρδύ για μένα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excessively
- ⮡ He thinks too highly of himself.
- (συνήθως στο τέλος της πρότασης) επίσης, κι εγώ, επιπλέον, και μάλιστα
- ⮡ I will buy this too.
- Θα αγοράσω επίσης κι αυτό.
- ⮡ Show me the way so that I can do it too.
- Δείξε μου τον τρόπο για να το κάνω κι εγώ.
- ⮡ I’m not going unless you come too.
- Δεν πηγαίνω εκτός κι αν έρθεις κι εσύ.
- ⮡ He gave me advice and money too.
- Μου ‘δωσε συμβουλές κι επιπλέον και χρήματα.
- ⮡ He passed and with a scholarship too.
- Πέρασε, και με υποτροφία μάλιστα.
- ⮡ We had a lot of snow, and in May too!
- Είχαμε πολύ χιόνι, και μάλιστα το Μάη.
- ≈ συνώνυμα: also, → και δείτε τη λέξη additionally
- ⮡ I will buy this too.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- too - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 326, 327, 721-722. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιπλέον, επίσης, πολύ