- excessively < excessive + -ly
excessively (en)
- υπερβολικά, καθ' υπερβολήν
- ↪ The device is excessively complicated.
- Η συσκευή είναι υπερβολικά πολύπλοκη.
- ↪ The box is excessively big.
- Το κουτί παραείναι μεγάλο. (κυριολεκτικά: Το κουτί είναι υπερβολικά μεγάλο.)
- ↪ It is excessively hot today.
- Κάνει υπερβολική ζέστη σήμερα.
- ≈ συνώνυμα: overly και too