Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
excessive
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
Επεξεργασία
Επίθετο
Επεξεργασία
excessive
(en)
υπερβολικός
, που ξεπερνάει τα συνήθη όρια
↪
He has
excessive
self-confidence
Αυτός έχει
υπερβολική
αυτοπεποίθηση
≈
συνώνυμα
:
too much
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
excessively