Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραείμαι < παρα- + είμαι

  Ρήμα επεξεργασία

παραείμαι

  1. είμαι σε υπερβολικό βαθμό
    αυτό το παιδί παραείναι άτακτο
    παραείναι αργά για να κάτσω να κάνω αυτή τη δουλειά

  Μεταφράσεις επεξεργασία