παραείμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
παραείμαι
- είμαι σε υπερβολικό βαθμό
- ※ «Συναντώ συνεχώς νέες γυναίκες, που όταν πάνε για δουλειά τις ρωτούν στις συνεντεύξεις αν πρόκειται να παντρευτούν και αν πρόκειται να αποκτήσουν παιδιά», σημείωσε χαρακτηριστικά η πρόεδρος της Σοροπτιμιστικής Ένωσης Ελλάδος. «Είναι σημάδι ότι η γυναίκα που θα ζητήσει δουλειά», επισήμανε με νόημα, «ή πρέπει πλέον να έχει αποπαιδιάσει, που σημαίνει ότι δε θα χρειάζεται άδειες κύησης και άδειες λοχείας, ή πρέπει να παραείναι νέα...» (Όταν το «θαύμα της ζωής» γίνεται εμπόδιο στην εύρεση εργασίας, Παρατηρητής της Θράκης, paratiritis-news.gr, 05/04/2016
- αυτό το παιδί παραείναι άτακτο
- παραείναι αργά για να κάτσω να κάνω αυτή τη δουλειά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραείμαι
|