Ετυμολογία

επεξεργασία
overly < over + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

overly (en)

  1. υπερβολικά
    ⮡  overly protective behavior - υπερβολικά προστατευτική συμπεριφορά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excessively