ενικός         πληθυντικός  
quantifier quantifiers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
quantifier < quantify + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

quantifier (en)

  1. (γραμματική, λογική, θεωρία συνόλων) ο ποσοδείκτης
  2. (κανονικές εκφράσεις) ποσοδείκτες κανονικών εκφράσεων

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɑ̃.ti.fje/

quantifier (fr)