article
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
article (en)
- (γραμματική) άρθρο (μέρος του λόγου)
- άρθρο (δημοσιευμένο κείμενο σε εφημερίδα ή περιοδικό)
- αριθμημένο τμήμα ενός νομικού ή επίσημου κειμένου
- αντικείμενο, εμπόρευμα
ΡήμαΕπεξεργασία
article (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
article | articles |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
article (fr) αρσενικό
- Il y a des articles définis et des articles indéfinis. Υπάρχουν οριστικά και αόριστα άρθρα.
- (μέρος κειμένου) άρθρο
- Le premier article de la constitution. Το πρώτο άρθρο του συντάγματος.