Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

article (en)

  1. (γραμματική) άρθρο (μέρος του λόγου)
  2. άρθρο (δημοσιευμένο κείμενο σε εφημερίδα ή περιοδικό)
  3. αριθμημένο τμήμα ενός νομικού ή επίσημου κειμένου
  4. αντικείμενο, εμπόρευμα

  Ρήμα επεξεργασία

article (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
article articles

  Ετυμολογία επεξεργασία

article < λατινική articulus, άρθρωση

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

article (fr) αρσενικό

Il y a des articles définis et des articles indéfinis. Υπάρχουν οριστικά και αόριστα άρθρα.
Le premier article de la constitution. Το πρώτο άρθρο του συντάγματος.

Συγγενικά επεξεργασία