Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
item items

  Ουσιαστικό επεξεργασία

item (en)

  1. το θέμα, ένα πράγμα σε μια λίστα με πράγματα για τα οποία πρέπει να αγοράσω, να κάνω, να μιλήσω κτλ.
    the next items on the agenda - τα επόμενα θέματα της ημερήσιας διάταξης
    Check all the items on the list.
    Τσεκάρισε όλα τα πράγματα στον κατάλογο.
  2. το είδος, ένα μόνο αντικείμενο ή πράγμα
    household items - οικιακά είδη
    kitchen items - είδη κουζίνας
    office items - είδη γραφείου
    bathroom items - είδη μπάνιου
    All the items in this catalogue…
    Όλα τα είδη σ' αυτόν τον κατάλογο…
  3. στοιχείο

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

item (fr)

  1. έτσι, άλλωστε

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
item items

item (fr) αρσενικό

  1. άρθρο, στοιχείο