early bird
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαearly bird (en)
- (ιδιωματισμός) πρωινός τύπος, που ξυπνάει νωρίς
- ⮡ He has always been an early bird.
- Είναι πάντα πρωινός.
- ⮡ He has always been an early bird.
early bird (en)