↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτόφαντος η πρωτόφαντη το πρωτόφαντο
      γενική του πρωτόφαντου της πρωτόφαντης του πρωτόφαντου
    αιτιατική τον πρωτόφαντο την πρωτόφαντη το πρωτόφαντο
     κλητική πρωτόφαντε πρωτόφαντη πρωτόφαντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτόφαντοι οι πρωτόφαντες τα πρωτόφαντα
      γενική των πρωτόφαντων των πρωτόφαντων των πρωτόφαντων
    αιτιατική τους πρωτόφαντους τις πρωτόφαντες τα πρωτόφαντα
     κλητική πρωτόφαντοι πρωτόφαντες πρωτόφαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτόφαντος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτόφαντος, -η, -ο

  • πρωτοφανής, που συμβαίνει ή εμφανίζεται για πρώτη φορά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία