Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απόγεμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
απόγεμα
τα
απογέμα
τ
α
γενική
του
απογέμα
τ
ος
των
απογεμά
τ
ων
αιτιατική
το
απόγεμα
τα
απογέμα
τ
α
κλητική
απόγεμα
απογέμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απόγεμα
<
απόγευμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απόγεμα
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
)
άλλη μορφή
του
απόγευμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απόγεμα
→
δείτε
τη λέξη
απόγευμα