Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιόμα τα γιόματα
      γενική του γιομάτου
    αιτιατική το γιόμα τα γιόματα
     κλητική γιόμα γιόματα
Λέξη της δημοτικής. Η γενική ενικού, όπως στα μεσαιωνικά ελληνικά.
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιόμα <

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʝo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιό‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιόμα ουδέτερο (δημοτική)

  1. (σημασία: μεσημεριανό)
    1. το μεσημεριανό φαγητό
      ※  Αλί που γιόμα καρτερεί και δείπνο από γειτόνους! (Πολίτης, Νικόλαος, Παροιμίαι - Τόμος Γ΄, Εκδ. Πελεκάνος, 2015, σελ. 444 books.google)
      ※  Κι ο δράκοντας [sic] ποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέει:
      «Καλώς τον Γιάννη γιόμα μου, το Γιάννη δειλινό μου,
      και τ'όμορφο κορίτσι του να είν'το απόδειπνό μου»
      Κι ο Γιάννης αποκρίθηκε τον τέτοιο λόγο λέει :
      «Σπαθί έχω για γιόμα σου, κοντάρι δειλινό σου,
      κι ένα μαχαίρι κοφτερό , να κόβη το λαιμό σου.»
      (Ελληνικά Δημοτικά τραγούδια , Βασική Βιβλιοθήκη Αετού, Σειρά πρώτη, τόμος 46, Ι.Ν, Ζαχαρόπουλος, 1954)
    2. το κολατσιό πριν το μεσημεριανό φαγητό
    3. (συνεκδοχικά) το μεσημέρι
      ※  Κάνει γραφή και στέλνει τη με το πουλί τ' αηδόνι.
      «Γουργά ντυθή, γουργ' αλλαχθή γουργά να πάη στο γιόμα..»
      (Το στοιχειό της γέφυρας, Τραγούδια Εθνικά συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντωνίου Μανούσου εις Κέρκυραν, τυπογρ. Ερμής, Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1850, σελ. 10 books.google)
      ※  αλλοί που καρτερεί στα ξένα γιόματα, στα ξένα μεσημέρια (Παροιμία, kentrolaografias.gr)
  2. (για ουράνια σώματα) το μεσουράνημα, (για τον ήλιο) το σημείο του ουρανού όπου βρίσκεται ο ήλιος το μεσημέρι
    ※  όσο να σκάσει ο αυγερινός, να πάει η πούλια γιόμα (από δημοτικό τραγούδι)

Συγγενικά επεξεργασία

για το μεσημεριανό, μεσημέρι

για το μεσουράνημα

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • γηῶμα (παρωχημένη, σπάνια γραφή)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γιόμα

  1. β' ενικό προστακτικής του ρήματος γιομίζω ή γιομώνω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    γιόμα το (γέμισέ το)

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

PAGENAME < → δείτε τη λέξη γιόμαν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιόμα ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία