γιομίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιομίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιομίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝoˈmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιο‐μί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαγιομίζω, αόρ.: γιόμισα, παθ.φωνή: γιομίζομαι, π.αόρ.: γιομίστηκα, μτχ.π.π.: γιομισμένος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του γεμίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα με γιομ-
→ και δείτε τη λέξη γεμίζω. Δε σχετίζεται το γιόμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γιομίζω | γιόμιζα | θα γιομίζω | να γιομίζω | γιομίζοντας | |
β' ενικ. | γιομίζεις | γιόμιζες | θα γιομίζεις | να γιομίζεις | γιόμιζε | |
γ' ενικ. | γιομίζει | γιόμιζε | θα γιομίζει | να γιομίζει | ||
α' πληθ. | γιομίζουμε | γιομίζαμε | θα γιομίζουμε | να γιομίζουμε | ||
β' πληθ. | γιομίζετε | γιομίζατε | θα γιομίζετε | να γιομίζετε | γιομίζετε | |
γ' πληθ. | γιομίζουν(ε) | γιόμιζαν γιομίζαν(ε) |
θα γιομίζουν(ε) | να γιομίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γιόμισα | θα γιομίσω | να γιομίσω | γιομίσει | ||
β' ενικ. | γιόμισες | θα γιομίσεις | να γιομίσεις | γιόμισε | ||
γ' ενικ. | γιόμισε | θα γιομίσει | να γιομίσει | |||
α' πληθ. | γιομίσαμε | θα γιομίσουμε | να γιομίσουμε | |||
β' πληθ. | γιομίσατε | θα γιομίσετε | να γιομίσετε | γιομίστε | ||
γ' πληθ. | γιόμισαν γιομίσαν(ε) |
θα γιομίσουν(ε) | να γιομίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γιομίσει | είχα γιομίσει | θα έχω γιομίσει | να έχω γιομίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γιομίσει | είχες γιομίσει | θα έχεις γιομίσει | να έχεις γιομίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γιομίσει | είχε γιομίσει | θα έχει γιομίσει | να έχει γιομίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γιομίσει | είχαμε γιομίσει | θα έχουμε γιομίσει | να έχουμε γιομίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γιομίσει | είχατε γιομίσει | θα έχετε γιομίσει | να έχετε γιομίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γιομίσει | είχαν γιομίσει | θα έχουν γιομίσει | να έχουν γιομίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γιομίζομαι | γιομιζόμουν(α) | θα γιομίζομαι | να γιομίζομαι | ||
β' ενικ. | γιομίζεσαι | γιομιζόσουν(α) | θα γιομίζεσαι | να γιομίζεσαι | ||
γ' ενικ. | γιομίζεται | γιομιζόταν(ε) | θα γιομίζεται | να γιομίζεται | ||
α' πληθ. | γιομιζόμαστε | γιομιζόμαστε γιομιζόμασταν |
θα γιομιζόμαστε | να γιομιζόμαστε | ||
β' πληθ. | γιομίζεστε | γιομιζόσαστε γιομιζόσασταν |
θα γιομίζεστε | να γιομίζεστε | (γιομίζεστε) | |
γ' πληθ. | γιομίζονται | γιομίζονταν γιομιζόντουσαν |
θα γιομίζονται | να γιομίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γιομίστηκα | θα γιομιστώ | να γιομιστώ | γιομιστεί | ||
β' ενικ. | γιομίστηκες | θα γιομιστείς | να γιομιστείς | γιομίσου | ||
γ' ενικ. | γιομίστηκε | θα γιομιστεί | να γιομιστεί | |||
α' πληθ. | γιομιστήκαμε | θα γιομιστούμε | να γιομιστούμε | |||
β' πληθ. | γιομιστήκατε | θα γιομιστείτε | να γιομιστείτε | γιομιστείτε | ||
γ' πληθ. | γιομίστηκαν γιομιστήκαν(ε) |
θα γιομιστούν(ε) | να γιομιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γιομιστεί | είχα γιομιστεί | θα έχω γιομιστεί | να έχω γιομιστεί | γιομισμένος | |
β' ενικ. | έχεις γιομιστεί | είχες γιομιστεί | θα έχεις γιομιστεί | να έχεις γιομιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει γιομιστεί | είχε γιομιστεί | θα έχει γιομιστεί | να έχει γιομιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γιομιστεί | είχαμε γιομιστεί | θα έχουμε γιομιστεί | να έχουμε γιομιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε γιομιστεί | είχατε γιομιστεί | θα έχετε γιομιστεί | να έχετε γιομιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γιομιστεί | είχαν γιομιστεί | θα έχουν γιομιστεί | να έχουν γιομιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γιομισμένος - είμαστε, είστε, είναι γιομισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γιομισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γιομισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γιομισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γιομισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γιομισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γιομισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιομίζω
→ δείτε τη λέξη γεμίζω |
Πηγές
επεξεργασία- γιομίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- γιομίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γεμίζω με τροπή [e] > [o] λόγω της επίδρασης του χειλικού [m][1] < αρχαίο και μεσαιωνικό γέμω > μεσαιωνικό γιόμω
Ρήμα
επεξεργασίαγιομίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα με γιομ-
→ και δείτε τη λέξη γέμω. Δε σχετίζεται το γιόμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γιομίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- γιομίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].