γιοματάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιοματάρι | τα | γιοματάρια |
γενική | του | γιοματαριού | των | γιοματαριών |
αιτιατική | το | γιοματάρι | τα | γιοματάρια |
κλητική | γιοματάρι | γιοματάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γιοματάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιοματάρι(ν) < γιομάτο + υποκοριστικό επίθημα -άριον < αρχαία ελληνική γέμω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιοματάρι ουδέτερο
- κρασί που προέρχεται από βαρέλι που μόλις ανοίχθηκε.
- (κατ’ επέκταση) το βαρέλι που περιέχει τέτοιο κρασί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γεμίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιοματάρι
|
Πηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- γιοματάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γιοματάρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- γιοματάρι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].