γιόμιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιόμιση < γιομίζω γιομι- + -ση < μεσαιωνική ελληνική γιομίζω < αρχαία ελληνική γεμίζω < γέμω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝo.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιό‐μι‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιόμιση θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του γέμιση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιόμιση
|