Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεστίαση οι συνεστιάσεις
      γενική της συνεστίασης* των συνεστιάσεων
    αιτιατική τη συνεστίαση τις συνεστιάσεις
     κλητική συνεστίαση συνεστιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνεστιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεστίαση < ελληνιστική κοινή συνεστίασις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεστίαση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία