κλινάμαξα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλινάμαξα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kliˈna.ma.ksa/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλινάμαξα θηλυκό
- βαγόνι τρένου που διαθέτει και κλίνες (κρεβάτια) όπου μπορούν να καταλύσουν οι επιβάτες σε μεγάλα δρομολόγια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλινάμαξα