Δείτε επίσης: ὑποδομή, επιδομή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδομή οι υποδομές
      γενική της υποδομής των υποδομών
    αιτιατική την υποδομή τις υποδομές
     κλητική υποδομή υποδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποδομή θηλυκό

  1. οτιδήποτε αποτελεί τη βάση για την εκτέλεση μιας εργασίας, για τη δημιουργία ενός έργου
  2. τεχνικός όρος κυρίως της οδοποιίας, η ειδική προεργασία του εδάφους, για να δεχτεί το οδόστρωμα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 υποδομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 υποδομή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)