↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεργασία οι προεργασίες
      γενική της προεργασίας των προεργασιών
    αιτιατική την προεργασία τις προεργασίες
     κλητική προεργασία προεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεργασία < προ- + εργασία, (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Vorarbeit)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προεργασία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία