κλινάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλινάρι | τα | κλινάρια |
γενική | του | κλιναριού | των | κλιναριών |
αιτιατική | το | κλινάρι | τα | κλινάρια |
κλητική | κλινάρι | κλινάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλινάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλινάρι(ν) < αρχαία ελληνική κλινάριον < κλίνη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kliˈna.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλι‐νά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλινάρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, έπιπλο) κρεβάτι
- άλλες μορφές: κλινάριν (στην Κύπρο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλινάρι
|
Πηγές
επεξεργασία- κλινάρι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- → δείτε πηγές στο μεσαιωνικό κλινάριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλινάρι < κλινάρ(ιν) / κλινάρ(ιον) + -ι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: κλινάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλινάρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του κλινάριν → δείτε τη λέξη κλινάριον