grill
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grill | grills |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
grill (en)
- (γαστρονομία) το γκριλ, σχάρα ψησταριάς, ψησίματος
- σχάρα εξαερισμού μηχανής αυτοκινήτου
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- grill < (άμεσο δάνειο) αγγλική grill room < grill room
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
grill | grills |
grill (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) το γκριλ, η σχάρα ψησταριάς, ψησίματος, το ψητοπωλείο