ενικός         πληθυντικός  
grill grills

Ουσιαστικό

επεξεργασία

grill (en)

  1. (γαστρονομία) το γκριλ, σχάρα ψησταριάς, ψησίματος
  2. σχάρα εξαερισμού μηχανής αυτοκινήτου

Δείτε επίσης

επεξεργασία

για την έννοια σχάρα αποσκευών: