Ουσιαστικό

επεξεργασία

grate (en)

grate (en)

  1. ξύνω ή τρίβω (πχ. τυρί ή κάτι άλλο στον τρίφτη)
  2. τρίζω (τα δόντια μου κάνοντας ενοχλητικό θόρυβο)
  3. grate on one's nerves: μου τη δίνει στα νεύρα

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία