ενικός         πληθυντικός  
focal point focal points

  Ετυμολογία

επεξεργασία
focal point < → δείτε τις λέξεις focal και point

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

focal point (en)

  1. (φυσική) η εστία
    ⮡  the focal point of a lens - η εστία ενός φακού
     συνώνυμα: focus