καφεστίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καφεστίαση | οι | καφεστιάσεις |
γενική | της | καφεστίασης* | των | καφεστιάσεων |
αιτιατική | την | καφεστίαση | τις | καφεστιάσεις |
κλητική | καφεστίαση | καφεστιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καφεστιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καφεστίαση θηλυκό
- ο κλάδος της οικονομίας που περιλαμβάνει καφετέριες και εστιατόρια
Μεταφράσεις επεξεργασία
καφεστίαση
|