Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εστιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εστιάζω
  2. θα εστιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εστιάζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εστιάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εστίαση