↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφηγητής οι αφηγητές
      γενική του αφηγητή των αφηγητών
    αιτιατική τον αφηγητή τους αφηγητές
     κλητική αφηγητή αφηγητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφηγητής < αρχαία ελληνική ἀφηγητής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fi.ʝiˈtis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αφηγητής αρσενικό

  1. αυτός που αφηγείται, που εξιστορεί
  2. (λογοτεχνία) το πρόσωπο ή η "φωνή" που διηγείται την ιστορία· μπορεί να είναι κάποιος από τους ήρωες της ιστορίας, οπότε η αφήγηση προσφέρεται από τη δική του οπτική γωνία, ή κάποιος αόρατος "παρατηρητής" που υποτίθεται ότι γνωρίζει όλα τα γεγονότα και τα διηγείται
    ※  Αλλά και το δεύτερο ζευγάρι των βασικών χαρακτήρων του αφηγήματος - ο πατριός και η μητέρα του αφηγητή- διαγράφεται πάνω στη βάση της μεταξύ τους αντίθεσης. (Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Το ποιητικό τοπίο του Ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα: Κάλβος, Σολωμός, Παλαμάς, εκδ. Καστανιώτη, 1995, σελ. 404)
  3. (κινηματογράφος, τηλεόραση) ένα αθέατο πρόσωπο του οποίου ακούγεται η φωνή να εξιστορεί ή να περιγράφει αυτά που βλέπει ο θεατής σε ένα ντοκυμαντέρ
  4. αυτός που εκφωνεί τα συνδετικά κείμενα σε μία εκδήλωση ή θέαμα που αποτελείται από πολλά μέρη λόγου, εικόνας, μουσικής κλπ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία