αφηγητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αφηγητής | οι | αφηγητές |
γενική | του | αφηγητή | των | αφηγητών |
αιτιατική | τον | αφηγητή | τους | αφηγητές |
κλητική | αφηγητή | αφηγητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφηγητής < αρχαία ελληνική ἀφηγητής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fi.ʝiˈtis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφηγητής αρσενικό
- αυτός που αφηγείται, που εξιστορεί
- (λογοτεχνία) το πρόσωπο ή η "φωνή" που διηγείται την ιστορία· μπορεί να είναι κάποιος από τους ήρωες της ιστορίας, οπότε η αφήγηση προσφέρεται από τη δική του οπτική γωνία, ή κάποιος αόρατος "παρατηρητής" που υποτίθεται ότι γνωρίζει όλα τα γεγονότα και τα διηγείται
- (κινηματογράφος, τηλεόραση) ένα αθέατο πρόσωπο του οποίου ακούγεται η φωνή να εξιστορεί ή να περιγράφει αυτά που βλέπει ο θεατής σε ένα ντοκυμαντέρ
- αυτός που εκφωνεί τα συνδετικά κείμενα σε μία εκδήλωση ή θέαμα που αποτελείται από πολλά μέρη λόγου, εικόνας, μουσικής κλπ