Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφηγηματολογία οι αφηγηματολογίες
      γενική της αφηγηματολογίας των αφηγηματολογιών
    αιτιατική την αφηγηματολογία τις αφηγηματολογίες
     κλητική αφηγηματολογία αφηγηματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφηγηματολογία < αφήγημα + -λογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφηγηματολογία θηλυκό

  • (λογοτεχνία) λογοτεχνικός κλάδος με αντικείμενο τη δομή των αφηγημάτων, αλλά και την ίδια την αφήγηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία