Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σέντρα οι σέντρες
      γενική της σέντρας των (σεντρών)
    αιτιατική τη σέντρα τις σέντρες
     κλητική σέντρα σέντρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέντρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική centre < παλαιά γαλλική centre < λατινική centrum < αρχαία ελληνική κέντρον (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsen.dɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σέ‐ντρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέντρα θηλυκό

  1. ψηλοκρεμαστή πάσα σε συμπαίκτη συνήθως κοντά στην περιοχή των αντιπάλων
  2. το κεντρικό σημείο του γηπέδου
  3. (κατ’ επέκταση) η περιοχή γύρω από το κέντρο του γηπέδου
  4. το χτύπημα με το οποίο ξεκινάει ο αγώνας στην αρχή ή μετά από γκολ
     συνώνυμα: εναρκτήριο λάκτισμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία