σέντρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σέντρα | οι | σέντρες |
γενική | της | σέντρας | των | (σεντρών) |
αιτιατική | τη | σέντρα | τις | σέντρες |
κλητική | σέντρα | σέντρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σέντρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική centre < παλαιά γαλλική centre < λατινική centrum < αρχαία ελληνική κέντρον (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsen.dɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σέ‐ντρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σέντρα θηλυκό
- ψηλοκρεμαστή πάσα σε συμπαίκτη συνήθως κοντά στην περιοχή των αντιπάλων
- το κεντρικό σημείο του γηπέδου
- (κατ’ επέκταση) η περιοχή γύρω από το κέντρο του γηπέδου
- το χτύπημα με το οποίο ξεκινάει ο αγώνας στην αρχή ή μετά από γκολ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψηλοκρεμαστή πάσα
|
κεντρικό σημείο του γηπέδου και η περιοχή γύρω από αυτό
|
αρχικό χτύπημα (αθλητισμός)
|