centré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- centré < centrer
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | centré | centrés |
θηλυκό | centrée | centrées |
centré (fr)
- → δείτε τη λέξη centrer
Δείτε επίσης : centre |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | centré | centrés |
θηλυκό | centrée | centrées |
centré (fr)