center
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- center < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική centre < λατινική centrum < αρχαία ελληνική κέντρον
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsɛn.tɚ/ και /ˈsɛn.tə(ɹ)/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : cen‐ter
ΕπίθετοΕπεξεργασία
center (en)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
center | centers |
center (en)
- αμερικανική γραφή του centre (βρετανικό): κέντρο
- (πληροφορική) η εντολή
<center>...</center>
για το κεντράρισμα στοιχείων
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- data centre (πληροφορική)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | center |
γ΄ ενικό ενεστώτα | centers |
αόριστος | centered |
παθητική μετοχή | centered |
ενεργητική μετοχή | centering |
center (en) (αμερικανική γραφή) και centre (βρετανικό)
- αμερικανική γραφή του centre (βρετανικό): κεντράρω