Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
center centers

center (en)

  1. αμερικανική γραφή του centre (βρετανικό): κέντρο
  2. (πληροφορική) η εντολή <center>...</center> για το κεντράρισμα στοιχείων

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας center
γ΄ ενικό ενεστώτα centers
αόριστος centered
παθητική μετοχή centered
ενεργητική μετοχή centering

center (en) (αμερικανική γραφή) και centre (βρετανικό)