Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεντράρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κεντράρισμα
τα
κεντραρίσμα
τ
α
γενική
του
κεντραρίσμα
τ
ος
των
κεντραρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
κεντράρισμα
τα
κεντραρίσμα
τ
α
κλητική
κεντράρισμα
κεντραρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεντράρισμα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεντράρισμα
ουδέτερο
το αποτέλεσμα του
κεντράρω
εστίαση, στόχευση