packing (en) (μη μετρήσιμο)
- το πακετάρισμα, η συσκευασία
- ⮡ He helped him in packing the books.
- Τον βοήθησε στο πακετάρισμα των βιβλίων.
- ⮡ Transportation companies undertake the packing and transport of home goods.
- Μεταφορικές εταιρείες αναλαμβάνουν τη συσκευασία και τη μεταφορά της οικοσκευής.
- ≈ συνώνυμα: packaging
packing (en)