packaging
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η συσκευασία, τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την συσκευασία
- ⮡ milk/jam in individual packaging - γάλα/μαρμελάδα σε ατομική συσκευασία
- ⮡ Proper packaging ensures the good preservation of products.
- Η κατάλληλη συσκευασία εξασφαλίζει την καλή διατήρηση των προϊόντων.
- η συσκευασία, το πακετάρισμα, η τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα σε περικάλυμμα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpackaging (en)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
packaging | packagings |
packaging (fr) αρσενικό