Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpækɪdʒ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
package packages

package (en)

  1. το δέμα, το πακέτο (πράγματα τυλιγμένα με χαρτί ή βαλμένα σε κουτί)
    ⮡  the UPS guy tried to deliver a package but you weren't here to sign for it, he left a pick-up slip
    λείπει η μετάφραση
  2. πακέτο (σύνολο πραγμάτων, πχ. μέτρων)
    ⮡  Congress is supposed to vote on the health care package before the end of the month
  3. (ευφημισμός) τα ανδρικά γεννητικά όργανα, πράμα
  4. (λογισμικό) πακέτο λογισμικού

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • package στην αγγλική Βικιπαίδεια  
ενεστώτας package
γ΄ ενικό ενεστώτα packages
αόριστος packaged
παθητική μετοχή packaged
ενεργητική μετοχή packaging

package (en)