package
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
package | packages |
package (en)
- το δέμα, το πακέτο, πράγματα τυλιγμένα με χαρτί ή βαλμένα σε κουτί
The package is waiting to be picked up.
- Το πακέτο περιμένει να παραληφθεί.
- το πακέτο, σύνολο πραγμάτων, πχ. μέτρων
a package deal - συμφωνία πακέτο
It’s a package of measures to help small businesses.
- Είναι ένα πακέτο μέτρων για να βοηθήσει τις μικρές επιχειρήσεις.
Private health insurance is offered as part of the employees’ benefits package.
- Η ιδιωτική ασφάλιση υγείας προσφέρεται ως μέρος του πακέτου παροχών των υπαλλήλων.
- (ευφημισμός) το πράμα, τα ανδρικά γεννητικά όργανα
- (λογισμικό) το πακέτο λογισμικού
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (πληροφορική) package manager