Ετυμολογία

επεξεργασία
gendarmerie < gendarme

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gendarmerie gendarmeries

gendarmerie (fr) θηλυκό

  1. η γαλλική χωροφυλακή
  2. (κατ’ επέκταση) στρατώνας της χωροφυλακής