μπατσικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπατσικό | τα | μπατσικά |
γενική | του | μπατσικού | των | μπατσικών |
αιτιατική | το | μπατσικό | τα | μπατσικά |
κλητική | μπατσικό | μπατσικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπατσικό ουδέτερο
- (μειωτικό) το περιπολικό της αστυνομίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπατσικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμπατσικό