Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική policzek policzki
γενική policzku policzków
δοτική policzkowi policzkom
αιτιατική policzek policzki
οργανική policzkiem policzkami
τοπική policzku policzkach
κλητική policzku policzki

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

policzek (pl) αρσενικό

  1. το μάγουλο
  2. το χαστούκι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)