φάπα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάπα | οι | φάπες |
γενική | της | φάπας | των | (φαπών) |
αιτιατική | τη | φάπα | τις | φάπες |
κλητική | φάπα | φάπες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- φάπα < (ηχομιμητική λέξη) από τον ήχο φαπ
Ουσιαστικό
φάπα θηλυκό
- το χτύπημα στο κεφάλι με την παλάμη του χεριού
- ⮡ Οι φάπες πέφτουν βροχή.
- ⮡ έκανε μαγκιές και τώρα πάρ' τον φάπα ξάπλα
Συνώνυμα
όλες οι φάπες:
- ανάποδη
- κατραπακιά
- κόλαφος (λόγιο)
- μπάτσα
- μπάτσος
- ράπισμα (επίσημο)
- σκαμπίλι
- σφαλιάρα
- φάπα
- φούσκος
- χαστούκι