σφαλιάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφαλιάρα | οι | σφαλιάρες |
γενική | της | σφαλιάρας | — | |
αιτιατική | τη | σφαλιάρα | τις | σφαλιάρες |
κλητική | σφαλιάρα | σφαλιάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφαλιάρα < πιθανόν (άμεσο δάνειο) ιταλική sfali(o) + -άρα[1] ή σφαλιάρες (πληθυντικός) < ιταλική sfagliare (αναπηδώ, τινάζομαι -για ζώα-, πετάω χαρτί που δεν χρειάζομαι σε χαρτοπαίγνιο) που θεωρήθηκε πληθυντικός ουσιαστικού [2] < ισπανική fallar (σφάλλω, χάνω) < falla < υστερολατινική fallia < fallire < λατινική fallere (σφάλλω) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sfaˈʎa.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφα‐λιά‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφαλιάρα θηλυκό
- χτύπημα στο σβέρκο με την παλάμη του χεριού
- χτύπημα στο μάγουλο με την παλάμη του χεριού
- (αργκό) συνώνυμο του χαστουκιέρα
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φάπα
Εκφράσεις
επεξεργασία- παίζω σφαλιάρες (με κάποιον): είμαι πολύ φίλος, πολύ οικείος (με κάποιον)
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σφαλιάρα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σφαλιάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας