Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

  • χαστουκίζω, καρπαζώνω, ρίχνω/βαρώ μάπες (με την έννοια σφαλιάρα), σβουρώ/σβουρίζω σφαλιάρα, -ες

  Μεταφράσεις επεξεργασία