Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαστουκιέρα οι χαστουκιέρες
      γενική της χαστουκιέρας
    αιτιατική τη χαστουκιέρα τις χαστουκιέρες
     κλητική χαστουκιέρα χαστουκιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαστουκιέρα < χαστούκ(ι) + -ιέρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαστουκιέρα θηλυκό

  • (αργκό) αυτοσχέδιο εργαλείο των καραγκιοζοπαικτών για την παραγωγή των ήχων από τις καρπαζιές, τις στράκες και, γενικά, τα ξυλοφορτώματα που ακούγονται στις παραστάσεις τους
    ※  […] βλέπουμε πως παράγεται ο ήχος της πασίγνωστης «σφαλιάρας» από πλαστικό, ή αλλιώς «χαστουκιέρα».
    Γρηγόριος Καζαντζής, teietp.gr Χαρακτήρες και μουσικά στερεότυπα στο θέατρο σκιών. Μια προσέγγιση της μουσικής τους απόδοσης. (διπλωματική εργασία, ΤΕΙ Ηπείρου, Άρτα 2010, σ. 24.
    ※  Η σφαλιάρα ή χαστουκιέρα ή στράκα. Αποδίδει τις καρπαζιές και τις παντός είδους γροθοκλωτσοπατινάδες.
    Γρηγόρης Ι. Ζώρζος, Καραγκιόζης: από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Αθήνα 2001, σ. 329.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία