καραγκιοζοπαίκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καραγκιοζοπαίκτης < καραγκιόζ(ης) + -ο- + παίκτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαραγκιοζοπαίκτης αρσενικό
- (επάγγελμα) καλλιτέχνης που παίζει θέατρο σκιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία καραγκιοζοπαίκτης
|