↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραγκιοζοπαίκτης οι καραγκιοζοπαίκτες
      γενική του καραγκιοζοπαίκτη των καραγκιοζοπαικτών
    αιτιατική τον καραγκιοζοπαίκτη τους καραγκιοζοπαίκτες
     κλητική καραγκιοζοπαίκτη καραγκιοζοπαίκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καραγκιοζοπαίκτης < καραγκιόζ(ης) + -ο- + παίκτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καραγκιοζοπαίκτης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία