Δείτε επίσης: Καραγκιόζης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραγκιόζης οι καραγκιόζηδες
      γενική του καραγκιόζη των καραγκιόζηδων
    αιτιατική τον καραγκιόζη τους καραγκιόζηδες
     κλητική καραγκιόζη καραγκιόζηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καραγκιόζης < Καραγκιόζης
ΔΦΑ : /ka.ɾaˈɟo.zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καραγκιόζης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καραγκιόζης αρσενικό

  1. (ήρωας του θεάτρου σκιών)  δείτε τη λέξη Καραγκιόζης
  2. (μειωτικό) άνθρωπος γελοίος στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά
      Τι θέλει αυτός ο καραγκιόζης;

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία