καραγκιόζης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καραγκιόζης < Καραγκιόζης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καραγκιόζης αρσενικό
- (μεταφορικά) ο κουτοπόνηρος άνθρωπος ο οποίος τα ξέρει όλα χωρίς να ξέρει τίποτα, (ξερόλας)
- αυτός που κάνει διαρκώς άκομψες και προσβλητικές πράξεις ή δηλώσεις
- αυτός που συμπεριφέρεται με υστεροβουλία η οποία πηγάζει από τη χαμηλού επιπέδου νοημοσύνη του
- (προσβλητικό) γελοίος, αναξιοπρεπής
- Τι θέλει αυτός ο καραγκιόζης;