Δείτε επίσης: γελοῖος, γέλοιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γελοίος η γελοία το γελοίο
      γενική του γελοίου της γελοίας του γελοίου
    αιτιατική τον γελοίο τη γελοία το γελοίο
     κλητική γελοίε γελοία γελοίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γελοίοι οι γελοίες τα γελοία
      γενική των γελοίων των γελοίων των γελοίων
    αιτιατική τους γελοίους τις γελοίες τα γελοία
     κλητική γελοίοι γελοίες γελοία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γελοίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γελοῖος < γελο- → δείτε τη λέξη γελάω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝeˈli.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐λοί‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

γελοίος, -α, -ο

  1. που προκαλεί το γέλιο
     συνώνυμα: φαιδρός
  2. που τον σχολιάζουν, τον κοροϊδεύουν
     συνώνυμα: καταγέλαστος
  3. ανάξιος λόγου, ασήμαντος
  4. παράλογος (το ουδέτερο γελοίο και ως ουσιαστικό
    ⮡  το γελοίο της υπόθεσης, είναι ότι...
    εκφράσεις: στο όριο του γελοίου

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με γελοι-

→ και δείτε τη λέξη γελάω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία