κατραπακιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατραπακιά | οι | κατραπακιές |
γενική | της | κατραπακιάς | των | κατραπακιών |
αιτιατική | την | κατραπακιά | τις | κατραπακιές |
κλητική | κατραπακιά | κατραπακιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατραπακιά < άγνωστης ετυμολογίας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.tɾa.paˈca/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατραπακιά θηλυκό
- χτύπημα στο κεφάλι ή στο σβέρκο με την παλάμη του χεριού
- Έφαγε μια κατραπακιά από τον πατέρα του.
- (μεταφορικά) ηθικό χτύπημα, πλήγμα
- Η κατραπακιά ήρθε όταν έφαγα ένα πρόστιμο.